-ακας

-ακας
Γλωσσ.
βλ. -άκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἄκας — Ἄκᾱς , Ἄκης masc acc pl Ἄκᾱς , Ἄκης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσακας — ο, Ν αυτός που πάσχει από κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού αορ. τού σπάω + κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας, ξέρ ακας)] …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρακας — ο, Ν άτομο που πάσχει από φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιάρης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας, στραβούλι ακας)] …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • μεθύστακας — ο αυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. χάντ ακας] …   Dictionary of Greek

  • μπουτζούρακας — ο άξεστος, αγροίκος, χυδαίος («εκεί να σε κρεμάσουνε, μπουτζούρακα, ρουφιάνο», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. buzzurro «αγρότης, γεωργός» + κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας)] …   Dictionary of Greek

  • ξέρακας — ο ξερό δέντρο, ιδίως το απανθρακωμένο από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. στραβούλι ακας)] …   Dictionary of Greek

  • ρόδακας — και λόγιος τ. ρόδαξ, ο, Ν 1. μικρό τριαντάφυλλο, τριανταφυλλάκι 2. βοτ. ακτινωτή διάταξη τών φύλλων ορισμένων φυτών από κοντό βλαστό πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους, όπως λ.χ. τού ραδικιού 3. γλυπτό κόσμημα σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου 4. (στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”